- εὐφάμου
- εὐφά̱μου , εὔφημοςuttering sounds of good omenmasc/fem/neut gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
τέλλομαι — Α αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι (α. «τελλομένου ἔτεος», Απολλ. Ρόδ. β. «τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰει τέλλετο»,Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. που μαρτυρείται στην μτχ. τελλομένου ἔτεος και στο σύνθ. περιτελλομένων ἐνιαυτῶν (βλ. λ.… … Dictionary of Greek